- γκάρισμα
- το1.η φωνή του γαϊδάρου.2. μτφ., φωνή δυνατή και ενοχλητική, παραφωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκάρισμα — το 1. ο χαρακτηριστικός ήχος τής φωνής τού γαϊδάρου 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές ή τραγούδι με παραφωνίες … Dictionary of Greek
Oclusiva velar sonora — Nº de orden AFI 110 AFI (texto) ɡ AFI (imagen) Secuencia HTML … Wikipedia Español
αγκάνισμα — το [αγκανίζω] γκάνισμα*, γκάρισμα* … Dictionary of Greek
γκάνισμα — το 1. γκάρισμα 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές … Dictionary of Greek
ογκάνισμα — το [ογκανίζώ]. ογκανισμός, γκάρισμα … Dictionary of Greek
ογκανισμός — ο [ογκανίζω] ογκάνισμα, γκάρισμα … Dictionary of Greek
ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] … Dictionary of Greek
ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] … Dictionary of Greek
όγκησις — ὄγκησις, ἡ (Α) [ογκώμαι] ογκηθμός, ογκάνισμα, γκάρισμα … Dictionary of Greek